μητραγύρταις

μητραγύρταις
μητραγύρτης
begging priest of Cybele
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”